πυρηνάκανθα

πυρηνάκανθα
η, Ν
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ικουκινίδες και περιλαμβάνει 15 περίπου είδη αναρριχητικών θάμνων που απαντούν στα βροχερά τροπικά δάση τής Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrenacantha (< πυρήνας + άκανθα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”